- παραλήγει
- παρά-λήγωstaypres ind mp 2nd sgπαρά-λήγωstaypres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραλήγω — ΝΑ γραμμ. 1. (για λέξη) λήγω δίπλα στη λήγουσα, την τελευταία συλλαβή («η λέξη άνθρωπος παραλήγει σε μακρά») 2. (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) η παραλήγουσα η συλλαβή που βρίσκεται δίπλα στη λήγουσα μιας λέξης, η προτελευταία συλλαβή λέξης … Dictionary of Greek